- αλλοφανής
- Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός, κόκκινος, μπλε ή πράσινος. Παρουσιάζεται μέσα σε ρωγμές διαφόρων πετρωμάτων.
* * *-ές (Α ἀλλοφανής)αυτός που φαίνεται άλλος, διαφορετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -φανὴς < φαίνομαι].[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αρχ. ἀλλοφανής*, πρβλ. αγγλ. allophane].
Dictionary of Greek. 2013.