αλλοφανής

αλλοφανής
Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός, κόκκινος, μπλε ή πράσινος. Παρουσιάζεται μέσα σε ρωγμές διαφόρων πετρωμάτων.
* * *
-ές (Α ἀλλοφανής)
αυτός που φαίνεται άλλος, διαφορετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -φανὴς < φαίνομαι].[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αρχ. ἀλλοφανής*, πρβλ. αγγλ. allophane].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοφανής — appearing otherwise masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοφανῆ — ἀλλοφανής appearing otherwise neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλλοφανής appearing otherwise masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλλοφανής appearing otherwise masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοφανεῖς — ἀλλοφανής appearing otherwise masc/fem acc pl ἀλλοφανής appearing otherwise masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοφανές — ἀλλοφανής appearing otherwise masc/fem voc sg ἀλλοφανής appearing otherwise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλόφατος — ἀλλόφατος, ον (Α) αλλοφανής*, διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φατος «φαίνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”